μαστιζόμενοι

μαστιζόμενοι
μαστίζω
whip
pres part mp masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Μαορί ή Μάορι — (Maori). Λαός της Νέας Ζηλανδίας με καταγωγή από την Πολυνησία. Η έλευσή τους στη Νέα Ζηλανδία κυμαίνεται μεταξύ 9ου και 13ου αι., με πιθανή αφετηρία τα νησιά Ραροτόνγκα και Ραϊατέα. Οι ίδιοι βασίζονται περισσότερο στην προφορική παράδοση και όχι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”